Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ απόσπασμα 21.
Καθαρότατον ήλιο «προμηνούσε
Της ΑΥΓΗΣ το δροσάτο ύστερο αστέρι, Σάγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε Τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη Και από κει κινημένο αργοφυσούσε. Τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι.
Πού λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα
Γλυκιά ή ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες, Όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε Μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες Με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε· Ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες Ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε Φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη, Πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι.
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι. Και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες· Γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφισμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες· Λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι Από το φως πού χύνουνε οι λαμπάδες· Κάθε πρόσωπο λάμπει απ' τ' αγιοκέρι Όπου κρατούνε οι Χριστιανοί ατό χέρι.
ΤΟ ΕΣΠΕΡΑΣ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ απόσπασμα 25.
α. Στην εκκλησίαν ωστόσο ο Λάμπρος μένει, Όπου ανθρώπου πνοή δεν αγρικιέται. Απ' ένα εις άλλο στοχασμό πηγαίνει·
Είναι ο νους του έρμος κόσμος πού χαλιέται.
Μες από το στασίδι αγάλι βγαίνει.
Και οχ την ψυχή του ο στεναγμός πετιέται·
Μόνον οι σκόρπιες δάφνες πού εμυρίζαν. Εκεί πού αυτός «περπατούσε ετρίζαν.
Και το πρόσωπο γέρνει ωσάν τη θειάφι , Και χαμηλά τούτα τα λόγια ρίχτει * Κουφοί, ακίνητ' οι Αγίοι, καθώς και οι τάφοι· Είπα κι έκραξα ως τ' άγριο μεσανύχτι. Άντρας (κι η μοίρα ό,τι κ΄ ά θέλει ας γράφει. Του εαυτού του είναι Θεός, και δείχτι Στην άκρα δυστυχία μές στην ψυχή μου Κάθου κρυμμένη, απελπισία, και κοίμου.
β. Πάει για νάβγη στή θύρα αργά. και ανοίγει, Λεπτή φωνή τού λέει, Χριστός ανέστη. Εις την άλλη πηδάει, και φωνή ολίγη Και παρόμοια, του λέει, Χριστός ανέστη.
Από την τρίτα πολεμάει να φύγει,
Και μία τρίτα του λέει, Χριστός ανέστη.
Αυτοκίνητες πάντα ανοιγοκλειούνε
Οι τρεις θύρες και αχό δεν προξενούνε.
Και ιδού τρία σαν αδέλφια έρμα και ξένα.
Πού εν' αγιοκέρι σβημένο βαστούσαν. Όπου στρίψει, όπου πάει, τ' απελπισμένα
Γοργά πατήματά του ακολουθούσαν.
Λιγδερά και πλατιά κι όλα σχισμένα
Τα λαμπριάτικα ρούχα οπού φορούσαν. Στα μπροστινά, στα πισινά στασίδια. Όλο σιμά του σειούνται τα ξεσκλίδια.